Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Κυκλοφορεί το 10ο τεύχος

Εκδοτικό Σημείωμα

Στον απόηχο και της φετινής διοργάνωσής της, κατάλαβα ότι πάντα ήθελα να πω δυο λόγια για
τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, την οποία επισκέπτομαι εδώ και μια δεκαετία. Την πρώτη
φορά ως αναγνωστικό κοινό και από ’κεί και μετά ως συμμετέχουσα με το περίπτερο των εκδόσεών
μας. Από την αρχή προσπαθούσα να ανιχνεύσω το στίγμα της, να αντιληφθώ τη φυσιογνωμία
της. Είναι μια συνάντηση ανθρώπων και φορέων που ασχολούνται με το βιβλίο επαγγελματικά
ή και ερασιτεχνικά; Είναι μια συνάντηση του αναγνωστικού κοινού με τους συγγραφείς, τους
κριτικούς του βιβλίου, τους δημοσιογράφους και τους εκδότες; Είναι η συνεύρεση όλων αυτών;
Όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να δώσω μια σαφή απάντηση. Κάθε φορά που κατέληγα
σ’ ένα συμπέρασμα, εμφανιζόταν μια εμπειρική επισήμανση, μια συλλογιστική διαπίστωση που
τα ματαίωνε όλα και ακύρωνε τα επιμέρους συμπεράσματα. Γιατί στην Έκθεση συναιρούνταν
δυστυχώς τα ασυμβίβαστα: Η αλαζονεία των κρατικών εκπροσώπων (θυμάμαι ότι περιμέναμε
κάποτε επί δίωρο τον αργοπορημένο σε εκδήλωση Υπουργό Πολιτισμού, εκδήλωση που τελικά
ματαιώθηκε, γιατί εξαντλήθηκε ο χρόνος που της είχε αφιερωθεί ενώ οι Κινέζοι που συμμετείχαν
αποχώρησαν εξαγριωμένοι) με την άδολη αγάπη υπαλλήλων του πρώην ΕΚΕΒΙ, που αγωνιούσαν
για την επιτυχή διεκπεραίωση του προγράμματος των εκδηλώσεων και την ανησυχία συγγραφέων
και στελεχών εκδοτικών οίκων για την προσέλευση και τη συμμετοχή του κοινού.
Κλασικές διαπιστώσεις θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος. Και επομένως τι προτείνετε
εσείς; Έχοντας την εμπειρία των έως τώρα διοργανώσεων είμαι σε θέση να κάνω ορισμένες απλές
σκέψεις.
Η Έκθεση χρειάζεται να αποκτήσει φυσιογνωμία. Να αποφασίσουν όσοι σχετίζονται με τον
χώρο του βιβλίου ότι πρέπει να εξελιχθεί σε χώρο συναντήσεων, επαφών, γνωριμιών και ζυμώσεων
που θα συμβάλουν στην ανανέωση του συγγραφικού και εκδοτικού τοπίου, στην πυροδότηση
και καλλιέργεια νέων και πρωτότυπων ιδεών με την ενεργητική αφομοίωση και συλλειτουργία
μηνυμάτων από όλες τις γωνιές του πλανήτη. Η Έκθεση πρέπει να αποκτήσει προσανατολισμό
αν δεν θέλει να εξελιχθεί σε ένα παζάρι βιβλίου, το οποίο μάλιστα πλήττεται και από αντίστοιχο
παζάρι που γίνεται την ίδια περίοδο στην παραλία της συμπρωτεύουσας.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να συγκροτηθεί ανεξάρτητος φορέας που θα τη διοργανώνει, ο οποίος
θα έχει κατοχυρωμένα θεσμικό ρόλο. Αυτός ο φορέας θα επιλέγει το θεματικό πλαίσιο της κάθε
διοργάνωσης, θα οργανώνει εγκαίρως το πλάνο υλοποίησης του θεματικού πλαισίου, θα προσκαλεί
αντιπροσωπείες χωρών ώστε να συμμετέχουν ενεργά ενώ θα ενημερώνει και θα ευαισθητοποιεί
τους εγχώριους συντελεστές του βιβλίου ώστε να προετοιμάζουν τη δική τους συγκροτημένη
παρουσία. Επιπρόσθετα η Πολιτεία οφείλει να εξοικονομήσει κονδύλια ώστε να επιχορηγήσει τον
σκληρά δοκιμαζόμενο κλάδο του βιβλίου, υποστηρίζοντας την ενεργή συμμετοχή όλων στην Έκθεση
(ακόμα και μ’ αυτά τα δεδομένα λεφτά υπάρχουν - αρκεί να θέλεις να τα βρεις!). Και τέλος πρέπει
να ληφθεί υπόψη ο χρόνος διοργάνωσης της Έκθεσης. Τα τελευταία χρόνια η Έκθεση τοποθετείται
στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, γεγονός που αποθαρρύνει ολοκληρωτικά και απομακρύνει
από τη συμμετοχή τον εκπαιδευτικό κόσμο: μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς. Αν δεχτούμε ότι
σ’ αυτούς ακουμπά ένα μεγάλο τμήμα της καρδιάς του βιβλίου τότε οι χτύποι της, τα τελευταία
χρόνια, έχουν χάσει ένα μεγάλο μέρος της δυναμικής τους.
Κάποιος πρέπει επιτέλους να πάρει το θάρρος και να ακούσει τις φωνές όλων μας που έρχονται
από κάθε γωνιά της Ελλάδας, να αφουγκραστεί τους φόβους μας...

Έφη Ριζά